- πικροτοξίνη
- η, Ν(φαρμ.) πολύ τοξική ουσία που περιέχεται στους καρπούς τού φυτού Αmamirta cocculus και χρησιμοποιείται ως αντίδοτο στις δηλητηριάσεις από βαρβιτουρικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. picrotoxine (< πικρ(ο)-* + τοξίνη*). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον θ. Χέλδραϊχ].
Dictionary of Greek. 2013.